- ἀψευδόμαντις
- ἀψευδόμαντις,A of no false diviner,
τέχνη Nicoch.
ap. Lex.Sabb.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τέχνη Nicoch.
ap. Lex.Sabb.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μάντης — ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. ιος, Μ θηλ. και μάντισσα) 1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.) 2.… … Dictionary of Greek